ἀριστείων

ἀριστείων
ἀριστεῖα
the meed of valour
neut gen pl
ἀριστεῖος
belonging to the bravest
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀριστειῶν — ἀριστεία excellence fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορώ — συνηγορῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνηγορῶ, έω, και αιολ. τ. συναγορῶ, έω, Α [συνήγορος] 1. μιλώ υπέρ κάποιου, τόν υποστηρίζω 2. (νομ.) εκτελώ χρέη συνηγόρου, αγορεύω ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξω το δίκαιο ενός διαδίκου νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”